- πιθανός
- -ή, -ό / πιθανός, -ή, -όν, ΝΑ1. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, πειστικός («σφόδρα πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ Σωκράτης ἔλεγε λόγον» Πλάτ.)2. (για λόγους, γνώμες, απόψεις) αληθοφανής, όχι βέβαιος αλλά που παρουσιάζεται ως πιστευτός, ευλογοφανής, ενδεχόμενος (α. «πιθανή ερμηνεία» β. «πάνυ πιθανὸν τὸ τοιοῡτον», Πλάτ.)3. το ουδ. ως ουσ. το πιθανόνα) η πειστικότηταβ) η πιθανότητα («τὸ πιθανὸν ἰσχὺν ἔχει τῆς ἀληθείας μείζω», Μέν.)4. φρ. «είναι πιθανό», «πιθανόν ἐστι» — φαίνεται πιστευτό, ενδέχεται, ίσως να... («είναι πιθανό να ταξιδέψω»)νεοελλ.φρ. «πιθανή κρίση» ή «πιθανή πρόταση» — κρίση αβέβαιη, που η αντίθετή της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αδύνατη ή αντιφατική, δηλαδή στην οποία οι λόγοι υπέρ τής παραδοχής της είναι περισσότεροι από τους αντίθετους, σε αντιδιαστολή προς τις περιπτώσεις που συμβαίνει το αντίθετο, οπότε η κρίση χαρακτηρίζεται ως απίθανη, ή που οι λόγοι είναι ίσοι και ασθενείς, οπότε χαρακτηρίζεται ως αμφίβολη ή προβληματική κρίσηαρχ.1. (για πρόσ. και ιδίως για ρήτορες) αυτός που μπορεί να πείθει, να γίνεται πιστευτός («[ὁ Κλέων] τῷ δήμῳ παρὰ πολὺ πιθανώτατος», Θουκ.)2. (με απρμφ.) αξιόπιστος ως προς κάτι («πιθανώτατος στρατηγῆσαι», Ευρ.)3. (για έργα τέχνης) αυτός που μπορεί να πιστευθεί ως πραγματικός, που μοιάζει, ο παραπλήσιος («ὁμοιότερα τοῑς ἀληθινοῑς καὶ πιθανώτερα ποιεῑς φαίνεσθαι», Ξεν.)4. αυτός που πείθεται εύκολα, ο ευκολόπιστος («πιθανὸς ἄγαν ὁ θῆλυς ὅρος», Αισχύλ.)5. ευπειθής, υπάκουος («πιθανοί δ' οὕτως εἰσί τινες, ὥστε πρὶν εἰδέναι τὸ προσταττόμενον πρότερον πείθονται», Ξεν.)6. φρ. «πιθανὸν ἦθος» — αυτό που πιστεύεται ως ορθό, που επιδοκιμάζεται, που επικροτείται («οὗτος οὐ πιθανὸν ἔσχεν ουδὲ προσφιλὲς ὄχλῳ τὸ ἦθος», Πλούτ.).επίρρ...πιθανώς / πιθανῶς ΝΑνεοελλ.με τρόπο πιθανό, αληθοφανή, ενδεχόμενο, με πιθανότητα, ενδεχομένως, ίσως («πιθανώς να προαχθεί»)αρχ.πειστικά, με πειθώ, με τρόπο που πείθει («τὸ δ' ἕκαστα τούτων πιθανῶς λέγειν», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιθ- τού πείθω* + κατάλ. -ανός (πρβλ. ικ-ανός, λιχ-ανός, τραγ-ανός)].
Dictionary of Greek. 2013.